- σαλπίζω
- ΝΜΑ, και αττ. τ. σαλπίττω και βοιωτ. τ. σαλπίδδω και στους Ταραντίνους σαλπίσσω Α1. παίζω την σάλπιγγα, ηχώ με την σάλπιγγα2. σημαίνω παράγγελμα με την σάλπιγγα (α. «και να σαλπίζει η σάλπιγγα πολεμιστήριον ήχο», Παλαμ.β. «ἐσάλπισε τὸ... δείπνου σημεῑον», Αθήν.)μτφ. διαλαλώ, διακηρύσσω, αναγέλλω παντού κάτι το σπουδαίοαρχ.(για τον κόκορα) αγγέλλω, αναγγέλλω το ξημέρωμα («ἐπεὶ δἀλέκτωρ ἡμέραν ἐσάλπισεν», Λουκιαν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σαλπιγγ- τής λ. σάλπιγξ + κατάλ. -jω (πρβλ. πλάζω < *πλαγ-γ-jω)].
Dictionary of Greek. 2013.